γαλακτουργώ

γαλακτουργώ
γαλακτουργῶ (-έω) (Α) [γαλακτουργός]
1. φτιάχνω κάτι από γάλα, δηλ. τυρί κ.λπ.
2. (για τη μητέρα ή την τροφό) βγάζω, κατεβάζω γάλα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”